- βουλιμώδης
- βουλῑμ-ώδης, ες,A of the nature of βούλιμος, Herod.Med. ap. Orib.5.30.15 (also [suff] βουλῑμ-ιώδης, Gal.13.122).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουλιμιώδης — και βουλιμώδης, ες (Α) πεινασμένος, αχόρταγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλιμος ή < βουλιμία] … Dictionary of Greek